- ευπροσδόκητος
- εὐπροσδόκητος, -ον (ΑΜ)αυτός που προσδοκάται ευχάριστα, που αναμένεται ευχάριστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-δοκώ (πρβλ. α-προσ-δόκητος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπροσδοκήτοις — εὐπροσδόκητος well expected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)